- κραταιοτάτου
- κραταιόςstrongmasc/neut gen superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περραιβός, Χριστόφορος — (ψευδώνυμο του Χρυσάφη Χατζηβασίλη, Πάνω Πούρλες Ολύμπου 1773 – Αθήνα 1863). Συνεργάτης του Ρήγα, Φιλικός, αγωνιστής της Επανάστασης του ’21, στρατηγός κατόπιν και αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας Γύρω από τη ζωή του, τη δράση του και το συγγραφικό … Dictionary of Greek